- διλοχία
- η (Α διλοχία)νεοελλ.στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχουςαρχ.στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διλοχία — διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc/acc dual διλοχίᾱ , διλοχία double company fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχία — η δύο λόχοι ενωμένοι: Η γέφυρα στήθηκε απο διλοχία του μηχανικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διλοχίας — διλοχίᾱς , διλοχία double company fem acc pl διλοχίᾱς , διλοχία double company fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίαι — διλοχίᾱͅ , διλοχία double company fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίης — διλοχία double company fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλοχίτης — ο (Α διλοχίτης) [διλοχία] νεοελλ. στρατιώτης που ανήκει σε διλοχία αρχ. αρχηγός διλοχίας … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek